- κανθήλη
- κανθήλη, ἡ (Α)είδος βούρλου που χρησιμοποιούσαν ως φιτίλι στις λαμπάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού καλαμανθήλη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανθήλη — rush used for candle wicks fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)